- μυρμηκoφιλία
- ηβιολ. φαινόμενο συνοίκησης ορισμένων ζωικών ειδών που ζουν μόνιμα στις μυρμηγκοφωλιές ή σε επαφή με τα μυρμήγκια, από τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, και εκτρέφονται.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myrmecophilie (< μύρμηξ «μυρμήγκι» + -φιλία < φίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.